- κατάταξη
- η (AM κατάταξις) [κατατάσσω]1. τοποθέτηση κάθε πράγματος στην κατάλληλη θέση, τακτοποίηση2. η τοποθέτηση πραγμάτων κατά είδη ή ποιότητες («κατάταξη εμπορευμάτων»)νεοελλ.1. (για πρόσ.) η εγγραφή προσώπου σε ορισμένη σειρά σε κάποιο κατάλογο, η υπαγωγή του σε ορισμένη κλάση («φορολογική κατάταξη»)2. (επιστημολογία) η ταξινόμηση τών επιμέρους όντων, μορφών ή γνώσεων στην κλίμακα που απαρτίζεται με τη διαίρεση τού πλάτους τών εννοιών από το ανώτατο και γενικότατο σχήμα ώς το κατώτατο και ειδικό, π.χ. στη ζωολογία ή τη βοτανική η ταξινόμηση σε βασίλειο, κλάση, τάξη, οικογένεια, γένος είδος κ.λπ.3. στρ. η ένταξη στρατευσίμου στη δύναμη μιας μονάδας τού στρατεύματος4. φρ. α) εκκλ. «κατάταξη μεταξύ τών αγίων» — αγιοποίηση ενός προσώπου, ένταξή του μεταξύ τών άλλων αγίων τής εκκλησίαςβ) (νομ.) «κατάταξη δανειστών» — ο καθορισμός τής σειράς τών δανειστών στη διανομή τού εκπλειστηριάσματος, όταν αυτό δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων τών δανειστώναρχ.1. ανάταξη, ανατοποθέτηση εξαρθρωμένου μέλους τού σώματος ή σπασμένου οστού στη φυσιολογική θέση του2. πέψη, χώνευση, αφομοίωση («τροφῆς κατάταξις», Κλήμ. Αλ.)3. επιγρ. κανονισμός.
Dictionary of Greek. 2013.